επιστροφή


Ο καπετάνιος των φτωχών
 

 Ο Νίκος Μπακόλας επινοεί έναν αρειμάνιο χαρακτήρα, παραπλήσιο του Γιαγκούλα, για να περιπλανηθεί στον χώρον της λαϊκής περιπέτειας. Το πραγματικό πρόσωπο του διαβόητου ληστή είναι μόνο η πρόφαση.

 

 

Στον ορεινό κορμό της Πίνδου και στις παρωρείες του, πριν από την Επανάσταση του '21, στη διάρκειά της, αλλά και κατόπιν, με την επικρατούσα αναστάτωση, έχουμε διαρκή μετακίνηση οικογενειών. Με τη χάραξη των συνόρων, κάποια αρματολίκια έμειναν στην οθωμανική περιοχή και οι καπετάνιοι τους κατηγορήθηκαν από το επίσημο ελληνικό κράτος για ληστρικές επιδρομές, ενώ με τους Οθωμανούς, έτσι κι αλλιώς, είχαν προηγούμενα. Για δεκαετίες, εκείνη την εποχή, η ληστεία στην παραμεθόρια περιοχή ήταν επιδημικό φαινόμενο. Ανάμεσα στους ισχυρότερους καπετάνιους της Ηπείρου μνημονεύονται οι Μπακολαίοι, ο Γώγος και οι γιοι του, Μήτρος και Ντούλας, που το αρματολίκι τους στο Ραδοβίτσι βρέθηκε στην οθωμανική επικράτεια.

Από αυτούς τους Μπακολαίους κατάγεται ο συγγραφέας, ανεξάρτητα αν στις αυτοβιογραφικές εξομολογήσεις του, «Ατέλειωτη ιστορία» (1997), αναφέρει λακωνικά πως ο παππούς του καταγόταν από τη Δυτική Μακεδονία. Οπως φαίνεται, ο Ν. Μπακόλας νιώθει άνετα μόνο στην ευρυχωρία της μυθοπλασίας, όπου και φανερώνει το οικογενειακό ιστορικό. Τα «δώδεκα αλληλένδετα αφηγήματα» της «Μυθολογίας» (1977) παρακολουθούν τον ηπειρώτη παππού Νικόλα όταν κατεβαίνει, το 1880, στην ακόμη τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη. Ενώ το πεζογράφημα «Η κεφαλή» (1994) κάνει λόγο για τις ρίζες της οικογένειας, όταν «το σόι... μπλεκότανε με τ' άλογα των Μποτσαραίων, του Αλή Πασά και την πεζούρα του Μακρυγιάννη. Τότε που ένας πρόγονός τους, ο πιο διάσημος, θα έπαιρνε τον τίτλο ­ ή τη ρετσινιά ­ ο επαμφοτερίζων γέρος».

Προφανώς, πρόκειται για τον Γώγο Μπακόλα, ο οποίος, διεκδικώντας το αρματολίκι, ήρθε αντιμέτωπος με τους Μποτσαραίους και αργότερα βρέθηκε να πολιτεύεται και τους Τούρκους και τους Ελληνες. Τουλάχιστον, σύμφωνα με τον Σπ. Τρικούπη. Γιατί, καθώς φαίνεται, κάποιοι ιστορικοί τον κατηγορούν για προδοσία, ενώ άλλοι τον δικαιώνουν. Πάντως, ο Μακρυγιάννης τον χαρακτηρίζει γενναίον και αγαθόν. Και ο Ν. Μπακόλας στην «Κεφαλή» ξετυλίγει το νήμα της ιστορίας του, από τον Γώγο Μπακόλα στον Μακεδονικό Αγώνα ως την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ. Ηδη, από εκείνο το βιβλίο, είναι εμφανής ο όλως ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας συνδιαλέγεται όχι μόνο με την ιστορία αλλά και την ιστοριογραφία, όπως και με τις παραλλαγές προφορικών και γραπτών διηγήσεων.

Οι ιστορίες και οι θρύλοι του βορειοελλαδικού χώρου με ομφαλό τη Θεσσαλονίκη είναι το γόνιμο έδαφος που τρέφει τα μυθιστορήματα του Ν. Μπακόλα, από την τριλογία «Ο κήπος των πριγκίπων» (1966) ­ «Μυθολογία» (1977) ­ «Η μεγάλη πλατεία» (1987) ως το μυθιστόρημα «Η ατέλειωτη γραφή του αίματος» (1996). Και οι ήρωές του άλλοτε συγγενεύουν με πρόσωπα του ιδιωτικού μικρόκοσμου και άλλοτε ανήκουν στην ευρύτερη περιοχή της ιστορίας. Κατ' εξοχήν φαίνεται να γοητεύουν τον συγγραφέα ορισμένα ιστορικά πρόσωπα που έχουν εισχωρήσει στην περιοχή του μύθου, όπως ο Παύλος Μελάς και ο Φώτης Γιαγκούλας.

Εκ πρώτης όψεως, ουδέν κοινόν μεταξύ του ρομαντικού Μακεδονομάχου και του λήσταρχου. Ωστόσο, οι μύθοι τους συναντιούνται. Ωραίοι την όψιν, ευγενείς τους τρόπους, πεθαίνουν στην ακμή της ηλικίας τους. Επιπροσθέτως, και των δύο οι περιπέτειες συνεχίζονται μετά θάνατον. Ανεξάρτητα αν, στις δύο περιπτώσεις, οι αποτομή της κεφαλής έγινε για εντελώς διαφορετικούς λόγους ­ τη διαφύλαξη του νεκρού στην πρώτη, την πόμπευση στη δεύτερη ­ παραμένει γεγονός πως και για τις δύο κεφαλές χύθηκε πολύ μελάνι.

Προτρέχουμε όμως. Ο Ν. Μπακόλας απέχει των μυθιστορηματικών βιογραφιών. Πρωταρχική έγνοια του, η προσφορότερη κάθε φορά μορφή, ώστε να στηθεί ένα αύταρκες μυθοπλαστικό σύμπαν. Στην «Κεφαλή» και στο πρόσφατο μυθιστόρημα οι αφηγηματικοί τρόποι παρουσιάζονται διαφορετικοί. Στο παλαιότερο πεζογράφημα η μυθοπλασία επικεντρώνεται σε ένα δευτερεύον πρόσωπο, το παλικάρι που μεταφέρει την κεφαλή του Παύλου Μελά από τη Σιάτιστα στο Πισοδέρι. Σε αντίθεση, το πρόσφατο μυθιστόρημα, εκ πρώτης όψεως, έχει τη μορφή μιας παραμυθητικής ανιστόρησης του βίου και των έργων του «άλλου Φώτη», καπετάνιου των φτωχών. Οπου η προσφώνηση, «ο άλλος Φώτης», είναι έμμεση μνεία εκείνου του πρώτου Φώτη, του γοητευτικού ρέμπελου που κυκλοφορεί στη «Μεγάλη πλατεία».

Περισσότερο δεν προσδιορίζει τον λήσταρχό του ο συγγραφέας, ούτε του δίνει συγκεκριμένη ταυτότητα, καθώς φαίνεται να απευθύνεται σε δύο κύκλους αναγνωστών: Σε όσους ελάχιστα γνωρίζουν το φαινόμενο της ληστείας στην Ελλάδα και αγνοούν την παραλογοτεχνία των τριών πρώτων δεκαετιών του αιώνα, όταν, αντί για ξενόφερτους ντετέκτιβ και ροζ ιστορίες, κυριαρχούν οι Βασιλείς των Ορέων. Οπως αποκαλούν τους λήσταρχους όσοι βλέπουν σε αυτούς τους επιγόνους των Κλεφτών, ανεξάρτητα αν η προσωνυμία οφείλεται στο μυθιστόρημα του Εδμόνδου Αμπού, ο οποίος τόσο αμαύρωσε, στα μέσα του περασμένου αιώνος, την ιδανική εικόνα της χώρας στην Εσπερία. Και σε έναν στενότερο κύκλο αναγνωστών που, από απλή ή ερευνητική περιέργεια, έχουν εντρυφήσει στο θέμα. Ο Ν. Μπακόλας στους πρώτους προσφέρει μια χυμώδη μυθιστορία ενός αυθεντικού λήσταρχου, ενώ στους δεύτερους κλείνει πονηρά το μάτι.

Ως γνωστόν, η παραφιλολογία γύρω από τον Γιαγκούλα, δεύτερο σε φήμη μετά τον Νταβέλη, είναι ογκωδέστατη. Ολοσέλιδα άρθρα και ρεπορτάζ με φωτογραφίες στις εφημερίδες, αφού ανέκαθεν και όχι μόνον επί των ημερών μας οι δημοσιογράφοι κυνηγούν το αίμα. Ακόμη, μαρτυρίες ομήρων που επέζησαν, ολόκληροι ή ακρωτηριασμένοι, καθώς η αποκοπή των αφτιών και των δαχτύλων ήταν συνήθεις αβαρίες. Τέλος, όπως ο κάθε αξιοπρεπής λήσταρχος, ενέπνευσε και ο Γιαγκούλας λαϊκά μυθιστορήματα. Γνωστότερα τα βιβλία του Μιχαήλ Ανδρουλή, άνευ λοιπών βιογραφικών στοιχείων, που ζώντος του Γιαγκούλα κυκλοφορούσαν σε φυλλάδια με φωτογραφίες-ντοκουμέντα και εξαίσιες ζωγραφιές του Σωτήρη Χρηστίδη. Πρώτος τίτλος, «Ο ασύλληπτος λήσταρχος Γιαγκούλας και η Χρύσω». Στη συνέχεια, οι τίτλοι γίνονται περισσότερο κρυπτικοί και λόγω της απαγόρευσης του Θ. Πάγκαλου.

Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως ο Ν. Μπακόλας έχει συγκεντρώσει πλούσιο υλικό, πολλαπλώς εξακριβωμένο, από το οποίο και περισυλλέγει τα βασικά συμβάντα, διατηρώντας τις τοπικές και χρονικές συντεταγμένες, αλλά παραποιώντας τα ονόματα των προσώπων με συνηχήσεις που υποβάλλουν την εντύπωση του ήδη γνωστού. Νομίζουμε ότι παρουσιάζει ενδιαφέρον αυτό το παιχνίδισμα της μυθιστορίας. Στην ιστορία που μας αφηγείται ο Ν. Μπακόλας, ο Φώτης, όπως και ο Γιαγκούλας, γεννιέται στο χωριό Μεταξάς Κοζάνης, στα τέλη του περασμένου αιώνα. Το 1920, υπερασπιζόμενος την τιμή μιας εξαδέλφης ονόματι Μαρίας, σκοτώνει έναν ενωμοτάρχη και βγαίνει στο κλαρί, πρωτοπαλίκαρο στην ομάδα του Τσιάρα, του Γκανά και ενός ακόμη, με το παρατσούκλι Βρωμοπερικλής. Παιγνιώδης αναφορά στο τακίμι του Θωμά Γκαντάρα, του Πέτρου Γκανάτσιου και του νεαρότατου Περικλή Παπαγεωργίου.

Οι περιπέτειες του μυθιστορηματικού Φώτη παρακολουθούν τα δεινά του Γιαγκούλα. Σύλληψη σε ενέδρα, φυλάκιση στη Λάρισα και η δραπέτευση, όταν σιδεροδέσμιο τον πηγαίνουν να δικαστεί στη Θεσσαλονίκη. Τότε θα κατέβει, για πρώτη φορά, στην Αθήνα, μεταμφιεσμένος σε κύριο της καλής κοινωνίας. Μάλιστα, ο Μ. Ανδρουλής τού δίνει το ψευδώνυμο Νικόλαος Σκλήμπας και τον ταξιδεύει ως το Παρίσι. Γρήγορα όμως επιστρέφει στο βουνό, καπετάνιος στον Ολυμπο, να μοιράζεται την επικράτεια της Θεσσαλίας με τον διαβόητο Μήτρο Τζατζά, τον Μήτρη Μπάμπα της μυθιστορίας.

Χωρίς τα πραγματικά ονόματα, ο Ν. Μπακόλας απαλλάσσεται από το βάρος του ιστορικού μυθιστορήματος και πλάθει αδέσμευτος τους ήρωές του, κεντώντας όσες παράπλευρες, θεόπνευστες και ηδονικές ιστορίες ορέγεται. Μάλλον πρόκειται για το ερωτικότερο βιβλίο του, μια και προσφέρονται οι παράφοροι έρωτες του Γιαγκούλα με την Κατίνα ή και τη Βαγγελιώ (οι μαρτυρίες ιδιαίτερα για τον ερωτικό βίο του λήσταρχου αντιφάσκουν: άλλοι τον θέλουν πιστό σε μία γυναίκα και άλλοι τού αποδίδουν σε κάθε χωριό και αγαπητικιά). Ισως να πρόκειται και για το πλέον περιπετειώδες βιβλίο του Ν. Μπακόλα, ιδιαίτερα προς το τέλος, όταν η ομάδα του Φώτη, μετά τη σφαγή ενός ακόμη ενωμοτάρχη, ενώνεται με τους Τζαρτζάνηδες, δηλαδή με το «θρυλικό τακίμι των αδελφών Μπαμπάνη, του Πάντου και του Λεωνίδα».

Προσφιλής επίδοση των ληστών ήταν πάντοτε οι απαγωγές. Μία από τις απαγωγές που πολύ απασχόλησε τον Τύπο της εποχής ήταν και η αιχμαλωσία από τους Μπαμπάνηδες δύο γιατρών, του καθηγητή δερματολογίας Φωτεινού και του θεσσαλονικιού συναδέλφου του Τζαμαλούκα, που είχαν βγει για κυνήγι, παραμονές Χριστουγέννων του 1924, στην περιοχή του Ολύμπου. Του Ν. Μπακόλα προηγείται ο Κωστής Μπαστιάς, ο οποίος στο βιβλίο του «Οι άνθρωποι και τα ζώα» (1939) αφηγείται με τον δικό του τρόπο την εν λόγω απαγωγή.

Περιβόητη όμως στάθηκε μία άλλη απαγωγή και γιατί σήμανε το τέλος του Γιαγκούλα. Ομηροι δύο ξαδέρφια, ο τότε φοιτητής της Ιατρικής Νικόλαος Ράπτης και ο πολύ μικρότερος Δημήτρης, σύμφωνα με τη μυθιστορία, τα παιδιά των Τερζάδων που ήταν προύχοντες στον Ολυμπο. Το μυθιστόρημα διασκεδάζει τη φόρτιση όσων τραγικών συμβαίνουν ενθέτοντας στην αφήγηση αποσπάσματα από το ημερολόγιο του διασωθέντος φοιτητή που δήθεν κυκλοφόρησε ως βιβλιάριον, το 1929, με τίτλο «Η ιστορία ενός ομήρου». Δεν γνωρίζουμε αν ποτέ εκδόθηκε παρόμοιο βιβλιάριο, το σίγουρο είναι ότι μια παραπλήσια διήγηση, αλλά σε φροντισμένη καθαρεύουσα, δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στη λαρισαία εφημερίδα «Ελευθερία» το 1968.

Ψηλά στον Ολυμπο, εν αναμονή των λύτρων, οι ληστές βρίσκονται περικυκλωμένοι από απόσπασμα της χωροφυλακής. Θα ακολουθήσει ολοήμερη μάχη όπου και θα σκοτωθούν ο Γιαγκούλας, ο Πάντος Μπαμπάνης και ο Κώστας Τζαμήρας, ενώ θα συλληφθεί ο Λεωνίδας Μπαμπάνης, για να αποδράσει λίγο αργότερα και να συνεχίσει επί μία ακόμη πενταετία τη δράση του. Την επομένη, 21 Σεπτεμβρίου 1925, τα τρία κεφάλια στολίζουν τα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού Κατερίνης. Κατά παράξενη συγκυρία, τις ίδιες μέρες, εμφανίζεται το μυθιστόρημα του «άλλου Φώτη» και ο Γιαγκούλας αποκτά, πρώτος αυτός ανάμεσα σε όλους τους λήσταρχους, λογοτεχνικό είδωλο.

Με επικό χαρακτήρα το μυθιστόρημα, στον οποίο συμβάλλει το απέριττο της πλοκής, φτιάχνει έναν γνήσιο λογοτεχνικό ήρωα. Δεν πρόκειται για τον τύπο του αιμοσταγούς εγκληματία ούτε όμως του φιλάνθρωπου Ρομπέν των βουνών. Ενας αντρίκειος χαρακτήρας που έρχεται σε αντίθεση με τους άλλους ληστές, σύμφωνα με τον μύθο, άπληστους και λιγόψυχους. Οσο για τον κώδικα τιμής των ληστών, που συγκεντρώνεται στην αλβανικής καταγωγής φράση του τίτλου «Μπέσα για μπέσα», όπως παρατηρεί και ο συγγραφέας, ο καπετάν Φώτης, κατά τη βολή του, άλλοτε τον κράταγε και άλλοτε τον πατούσε. Στο μυθιστόρημα ζωντανεύει ο μικρόκοσμος εκείνων των Βασιλέων των Ορέων, ενταγμένος στο ευρύτερο ιστορικό τοπίο, από την Κόκκινη Μηλιά ως τον Εμφύλιο. Μεστή η αφήγηση, με ρυθμό υπονομεύει την εντύπωση του παραμυθιού με πρωθύστερα σχήματα, ειρωνικές νύξεις και τη διακωμώδηση της συναισθηματικής φόρτισης των λαϊκών μυθιστοριών.

Τέλος, ας ανακεφαλαιώσουμε τα περί ληστρικών πεζογραφημάτων και αναγνωσμάτων. Οπως είναι και αναμενόμενο, η ληστεία απασχολεί τους πεζογράφους του περασμένου αιώνα. Συναπαντήματα με ληστές βρίσκουμε στα περισσότερα μυθιστορήματα της εποχής. Μάλιστα, υπάρχουν και ορισμένα εξ ολοκλήρου αφιερωμένα σε ληστές, με γνωστότερο, προς ώρας, τον «Θάνο Βλέκα» του Π. Καλλιγά.

Τα ληστρικά αναγνώσματα αρχίζουν να γράφονται αργότερα, κυρίως στις αρχές του 20ού αιώνα, αν και το πρώτο λαϊκό ληστρικό μυθιστόρημα, που αποδίδεται στον βουλευτή Τριφυλίας Σ. Σωτηρόπουλο, κυκλοφορεί το 1866. Σε κάθε περίπτωση, από τον Μεσοπόλεμο και εδώθε, όταν πια οι λήσταρχοι έχουν εξοντωθεί, οι συγγραφείς τούς λησμονούν. Μόνη παραφωνία ο πρόωρα χαμένος ποιητής Χρήστος Μπράβος και το μοναχικό ποίημά του με τον σχοινοτενή τίτλο «Οπου στα 1923 ο επικηρυγμένος Θωμάς Γκαντάρας, ο ληστής, αποφασίζει να φωτογραφηθεί» (1985).

Ο Ν. Μπακόλας, γεννημένος δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Γιαγκούλα, συμπληρώνει 40 χρόνια μυθιστορίας προσθέτοντας έναν διαφορετικό ήρωα στον συγγραφικό του κόσμο. Το «Μπέσα για μπέσα», με έντονη την ατμόσφαιρα του μεταφυσικού στοιχείου, καταδεικνύει και επιβεβαιώνει την ύπαρξη δύο συγγραφικών περιόδων· μία πρώτη, που αρχίζει με το ισχνό πεζογράφημα «Μην κλαις, αγαπημένη» (1958) και κλείνει με το μυθιστόρημα «Καταπάτηση» (1990), και μία δεύτερη, που βρίσκει αφετηρία το «Κεφαλή» και μένει ανοικτή. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Ν. Μπακόλας δεν αφηγείται μία ακόμη ιστορία αλλά εκπλήσσει με τη μορφική κάθε φορά ανανέωση.

ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ |ΤΟ ΒΗΜΑ  | Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 1998
Η κυρία Μάρη Θεοδοσοπούλου είναι κριτικός λογοτεχνίας

 

ov1wj3gx7t